- διαγιγνώσκεται
- διαγιγνώσκωknow one from the otherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροπενία — η, Ν ιατρ. έλλειψη σιδήρου στους ιστούς που διαγιγνώσκεται με τον προσδιορισμό τού σιδήρου στον ορό τού αίματος και εκδηλώνεται με το σιδηροπενικό σύνδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πενία «έλλειψη, ένδεια»] … Dictionary of Greek
αδρενολευκοδυστροφία — Είδος πάθησης, με χαρακτηριστικό στοιχείο κάποιες εγκεφαλικές διαταραχές, οι οποίες γίνονται όλο και πιο βαριές, ενώ μερικές φορές συνοδεύονται και από διάφορα συμπτώματα, όπως αδυναμία μυών. Είναι αποτέλεσμα περιορισμένης παραγωγής ορμονών από… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek